ὑπονοίαι

ὑπονοίαι
ὑπονοίᾱͅ , ὑπόνοια
suspicion
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπόνοιαι — ὑπόνοια suspicion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόνοιᾳ — ὑπόνοιαι , ὑπόνοια suspicion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόνοια — η / ὑπόνοια, ΝΑ [ὑπονοῶ] 1. ιδέα που σχηματίζεται από ενδείξεις μόνον και όχι από αποδείξεις, εικασία 2. υποψία (α. «έχω την υπόνοια ότι προσπαθεί να μάς κοροϊδέψει» β. «ὑπόνοιαι πλασταί εἰσι καὶ προφάσεις ἄδικοι καὶ πονηρίαι», Δημοσθ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”